- ζεύξη, ασυρματική
- Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και μάλιστα στις υψηλότερες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν κεραίες σχετικά μικρών διαστάσεων για την παραγωγή μιας αρκετά περιορισμένης δέσμης κυμάτων. Τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν είναι η χρήση πομπών όχι πολύ υψηλής ισχύος, η δυνατότητα χρήσης των ίδιων συχνοτήτων για ζεύξεις πολύ κοντινές μεταξύ τους και η εξασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών με άριστο τρόπο. Παράλληλα όμως, η χρήση τόσο υψηλών συχνοτήτων απαιτεί, για την επίτευξη ασφαλούς επικοινωνίας, την οπτική επαφή μεταξύ των τερματικών σταθμών της ζεύξης. Αν η συνθήκη αυτή δεν είναι δυνατή, χρειάζονται να παρεμβληθούν μεταξύ των δύο τερματικών σταθμών σταθμοί αναμετάδοσης. Τελευταία, έχουν επινοηθεί α.ζ. με μικροκύματα, οι οποίες, επειδή εκμεταλλεύονται το φαινόμενο της τροποσφαιρικής διάδοσης (τροποσφαιρικό σκάτερ), δεν αντιμετωπίζουν πλέον τον περιορισμό της οπτικής επαφής μεταξύ δύο διαδοχικών σταθμών. Τα συστήματα διαμόρφωσης που χρησιμοποιούνται κυρίως στις α.ζ. είναι η διαμόρφωση συχνότητας και η διαμόρφωση παλμών. Από το τελευταίο, το σύστημα κωδικής διαμόρφωσης με παλμούς προτιμάται περισσότερο από τους ειδικούς των α.ζ. Το σύστημα αυτό παρουσιάζει το πλεονέκτημα να παραμορφώνει πολύ λίγο το σήμα που διαβιβάζεται, έστω και αν πρόκειται για πολύ επιμήκεις ζεύξεις που χρειάζονται πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς αναμετάδοσης.
Dictionary of Greek. 2013.